εξωκκλήσιο(ν)

εξωκκλήσιο(ν)
και ξωκκλήσι, το (Μ ἐξωκκλήσιον)
μικρή εκκλησία έξω από πόλη ή χωριό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + εκκλησία + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. και παρ-εκκλήσιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”